Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kɔ.nɔ.me.tʁik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
économétrique économétriques

économétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό