Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

écoconstruction < éco- + construction

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écoconstruction écoconstructions

écoconstruction (fr) θηλυκό