éclatement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éclatement < éclater
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kla.tmɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éclatement | éclatements |
éclatement (fr) αρσενικό
- το σκάσιμο
- το σπάσιμο
- (μεταφορικά) η διάσπαση μιας ομάδας ανθρώπων σε πολλά μικρά μέρη