Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
éclair éclairs

éclair (fr) αρσενικό

  1. η αστραπή
  2. το εκλέρ (γλύκισμα)